₪₪₪₪ ΚΑΛΩΣ ΗΡΘΑΤΕ ΣΤΗΝ ΙΣΤΟΣΕΛΙΔΑ ΤΟΥ ΛΑΪΚΟΥ ΣΥΝΔΕΣΜΟΥ ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ Τ.Ο ΙΩΑΝΝΙΝΩΝ ₪₪₪₪

Δευτέρα 9 Φεβρουαρίου 2015

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΙΑ' ΠΑΛΑΙΟΛΟΓΟΣ

Ο Κωνσταντῖνος ΙΑ' Δραγάσης Παλαιολόγος, 9 Φεβρουαρίου 1404 - 29 Μαΐου 1453 (49 ετών) , ήταν ο τελευταίος Αυτοκράτορας του οποίου η ηρωϊκή αντίσταση κατά των Οθωμανών σφράγισε τις ύστατες στιγμές της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας περνώντας ο ίδιος στη σφαίρα του θρύλου, του μύθου και της φαντασίας.
Γιος του αυτοκράτορα Μανουήλ Β΄ Παλαιολόγου (1391-1425) από την Ελένη Δραγάση(Jelena Dragaš), κόρη του Σέρβου άρχοντα των Σερρών, και νεότερος αδελφός τού αυτοκράτορα Ιωάννη Η΄ Παλαιολόγου (1425-1448). Γεννήθηκε το 1404.
Όταν ήταν ακόμη νεαρός, ο πατέρας του Μανουήλ του είχε αναθέσει τη διοίκηση πόλεων του Ευξείνου Πόντου.
Το 1427 ο Κωνσταντίνος φτάνει στο Μυστρά για να βοηθήσει τους αδερφούς του Θωμά και Θεόδωρο στην ανάκτηση των φραγκοκρατούμενων περιοχών της Πελοποννήσου.
Το 1429 0 Κωνσταντίνος Παλαιολόγος καταλαμβάνει και την Πάτρα μετά από πολιορκία.
Το 1432 η ανάκτηση τελειώνει. Εκτός από τηνΜεθώνη, την Κορώνη το Ναύπλιο και το Άργος που είναι στα χέρια των Βενετών, ολόκληρη η υπόλοιπη Πελοπόννησος είναι στα χέρια των Ελλήνων με το Θεόδωρο να εξουσιάζει τον Μυστρά, το Θωμά τη Γλαρέντζα και τον Κωνσταντίνο τα Καλάβρυτα.
Η παραμονή και των τριών αδελφών στην Πελοπόννησο δημιουργούσε οπωσδήποτε προβλήματα, οπότε ο Κωνσταντίνος πήγε στην Κωνσταντινούπολη, όπου παρέμεινε από το Σεπτέμβριο του 1435 ως τονΙούνιο του 1436, για να συζητήσει σχετικά θέματα με τον αυτοκράτορα.
Στο διάστημα 1435-1441 μετέβη στην Ιταλία, όπου μετείχε στις επιτροπές των Βυζαντινών, που προσπαθούσαν να πετύχουν την ένωση των Εκκλησιών (Ορθοδόξων-Καθολικών). Η ρήξη με τον αδελφό του Θεόδωρο προσέλαβε επικίνδυνες διαστάσεις και χρειάστηκαν σύντονες προσπάθειες για να επιτευχθεί συμβιβαστική συμφωνία και συνδιαλλαγή. Η διοίκηση του δεσποτάτου αναλήφθηκε από το Θεόδωρο και το Θωμά, ο δε Κωνσταντίνος επέστρεψε στην Κωνσταντινούπολη για να συμπαρασταθεί στις προσπάθειες τού Ιωάννης Η΄.
Αντικατέστησε τον αυτοκράτορα κατά την περίοδο τής μετάβασής του στη Δύση για τη συμμετοχή στη Σύνοδο Φεράρας-Φλωρεντίας (27 Νοεμβρίου 1439 - 1 Φεβρουαρίου 1440), ενώ μετά την άφιξη του αυτοκράτορα στην Κωνσταντινούπολη ο Κωνσταντίνοςεπέστρεψε και πάλι στην Πελοπόννησο.
Η στάση του Δημητρίου Παλαιολόγου, που υποστηρίχθηκε από τους Τούρκους, ανάγκασε τονΚωνσταντίνο να σπεύσει και πάλι στην Κωνσταντινούπολη (1442-1443), για να ενισχύσει τις δυνάμεις του αυτοκράτορα.
Τον Οκτώβριο του 1443 ανέλαβε δεσπότης του Μυστρά και αφιερώθηκε με ζήλο στη διοικητική και στρατιωτική αναδιοργάνωση του δεσποτάτου, με απώτερο σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Πελοποννήσου έναντι της τουρκικής απειλής. Οικοδόμησε τα τείχη του Εξαμιλίου στον Ισθμό της Πελοποννήσου και επέκτεινε το δεσποτάτο του κατακτώντας τη Βοιωτία και τη Φωκίδα. Όμως ο Μουράτ Β΄ οργάνωσε μια μεγάλη εκστρατεία εναντίον του. Κατέστρεψε το φρούριο στο Εξαμίλιο, την Κόρινθο και την Πάτρα. Ο Κωνσταντίνοςαναγκάστηκε να ζητήσει ειρήνη και να γίνει φόρου υποτελής στον Τούρκο σουλτάνο.
Μετά τον θάνατο τού Ιωάννη Η΄, στέφθηκε αυτοκράτορας στον Μυστρά (6 Ιανουαρίου 1449) και πήγε στην Κωνσταντινούπολη με πολλές ελπίδες και μεγάλη αγωνία για το μέλλον τής αυτοκρατορίας. Η τουρκική απειλή περιέσφιγγε τη βασιλεύουσα και στρεφόταν πλέον εναντίον της. Ο Κωνσταντίνοςαφιερώθηκε στην επισκευή και την ενίσχυση των οχυρωματικών έργων, καθώς και στην αναδιοργάνωση τού στρατού, ο οποίος θα αναλάμβανε το βαρύ έργο της άμυνας τής πόλης.
Οι αποδεδειγμένες πολιτικές και στρατιωτικές ικανότητες τού Κωνσταντίνου δεν είναι δυνατόν να ανατρέψουν τον διαμορφωμένο συσχετισμό δυνάμεων, η άνοδος δε στην εξουσία τού φιλόδοξου σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ (1451) έκανε περισσότερο αισθητό τον κίνδυνο για την Κωνσταντινούπολη. Η ανέγερση στον Βόσπορο τού υψηλού φρουρίου Ρούμελι Χισάρ και οι στρατιωτικές προετοιμασίες των Τούρκων, συντονίζονταν με τελικό στόχο την άλωση τής πρωτεύουσας τής αυτοκρατορίας.
Οι εκκλήσεις τού Κωνσταντίνου προς τη Δύση για ενισχύσεις αντιμετωπίζονταν με περίεργη αδιαφορία. Ο Πελοποννήσιος καρδινάλιος και προηγουμένως μητροπολίτης Ρωσίας Ισίδωρος, που έφθασε στην Κωνσταντινούπολη με ελάχιστες δυνάμεις, δεν μπορούσε να προσφέρει ελπίδες. Οι 3.000 περίπου βυζαντινοί και οι 2.000 περίπου ξένοι, από τους οποίους 700 περίπου Γενουάτες με αρχηγό τον Ιουστινιάνη, ήταν πολύ λίγοι για να αποκρούσουν τις επιθέσεις του πολυάριθμου και αξιόμαχου τουρκικού στρατού. Η ισχυρή οχύρωση της πόλης απαιτούσε και ισχυρή φρουρά για την απόκρουση των επιθέσεων από την ξηρά, αφού η απειλή από τη θάλασσα εξουδετερωνόταν με την περίφημη αλυσίδα τού Κεράτιου Κόλπου. Ωστόσο η μεταφορά από την ξηρά (υπερνεώλκηση) περίπου 70 τουρκικών πλοίων από τον Βόσπορο στον Κεράτιο κατέστησε την πολιορκία ασφυκτική (22-23 Απριλίου 1453).
Στις 21 Μαΐου, ο σουλτάνος έστειλε πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη. Ζητούσε την παράδοση της πόλης με την υπόσχεση να επιτρέψει στον Αυτοκράτορα και σε όσους το επιθυμούσαν να φύγουν με τα υπάρχοντά τους. Επίσης, θα αναγνώριζε τον Κωνσταντίνο ως ηγεμόνα της Πελοποννήσου. Τέλος, εγγυόταν για την ασφάλεια του πληθυσμού που θα παρέμενε στην πόλη. Οι αντιπροτάσεις του Κωνσταντίνου διαπνέονταν από πνεύμα αξιοπρέπειας και αποφασιστικότητας.Δέχονταν να πληρώσει υψηλότερους φόρους υποτέλειας και να παραμείνουν στα χέρια των Τούρκων όλα τα κάστρα και τα εδάφη που είχαν στο μεταξύ κατακτήσει. Για την Κωνσταντινούπολη όμως δήλωσε:
«Τὸ δὲ τὴν πόλιν σοὶ δοῦναι οὔτ' ἐμὸν ἐστίν οὔτ' ἄλλου τῶν κατοικούντων ἐν ταύτῃ• κοινῇ γὰρ γνώμῃ πάντες αὐτοπροαιρέτως άποθανοῦμεν καὶ οὐ φεισόμεθα τῆς ζωῆς ἡμῶν.»
Δηλαδή, σε σύγχρονη απόδοση:
« Το να σου (παρα)δώσω όμως την πόλη ούτε σε εμένα επαφίεται ούτε σε άλλον από τους κατοίκους της• διότι με κοινή απόφαση οι πάντες θα αποθάνουμε αυτοπροαίρετα και δεν θα υπολογίσομε τη ζωή μας.»
Στις 28 Μαΐου, ο Μωάμεθ αποφάσισε τη γενική και τελική επίθεση εναντίον της πόλης. Ο Κωνσταντίνος, μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας στον ναό της Αγίας Σοφίας, ενθάρρυνε τη φρουρά που θα έδινε τον αγώνα για την απόκρουση τής μεγάλης επίθεσης. Πράγματι, η πρώτη επίθεση αποκρούστηκε, αλλά η αναπλήρωση των απωλειών τής φρουράς ήταν δύσκολη. Ο τραυματισμός του Γενουάτη Ιουστινιάνη υπήρξε σοβαρό πλήγμα. Τέλος και ενώ ο Κωνσταντίνος αγωνιζόταν στο πλευρό των στρατιωτών του ως απλός στρατιώτης, οι Τούρκοι μπήκαν στην πόλη το πρωί της 29ης Μαΐου του 1453. Η Κωνσταντινούπολη έπεσε στον αλλόθρησκο κατακτητή και έγινε πηγή θρύλων και παραδόσεων στη μνήμη τού λαού.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ υπήρξε ο τελευταίος αυτοκράτορας τού Βυζαντίου, ο οποίος με το φρόνημα και την αυτοθυσία του, σημάδεψε χαρακτηριστικά το γεγονός τής πτώσης. Ο αυλικός του Γεώργιος Φραντζής διηγείται με απλότητα τον θάνατο τού τελευταίου βυζαντινού αυτοκράτορα:
«Ο βασιλεύς οὖν ἀπαγορεύσας ἐαυτόν, ἰστάμενος βαστάζων σπάθην και ἀσπίδα, είπε λόγον λύπης άξιον "οὐκ έστί τις τῶν χριστιανῶν τοῦ λαβεῖν τήν κεφαλήν μου ἀπ΄ ἐμοῦ;" ἦν γάρ μονώτατος ἀπολειφθείς. τότε είς τῶν Τούρκων δούς αὐτῷ κατά πρόσωπον καί πλήξας, καί αὐτός τῷ Τούρκῳ ἐτέραν ἐχαρίσατο' τῶν ὁπισθεν δ΄ἐτέρος καιρίαν δούς πληγήν, ἔπεσε κατά γῆς' οὐ γάρ ῄδεισαν ὃτι ὁ βασιλεύς ἐστιν, ἀλλ΄ ὡs κοινόν στρατιώτην τοῦτον θανατώσαντες ἀφῆκαν».
Σύμφωνα με την περιγραφή του Φραντζή, οι κατακτητές, μετά το τέλος του αγώνα, αναζήτησαν το σώμα του αυτοκράτορα:
«πλείονας κεφάλας τῶν άναιρεθέντων ἔπλυναν, εἰ τύχοι καί τήν βασιλικήν γνωρίσωσι, καί οὐκ ἡδυνήθησαν γνωρίσαι αὐτήν, εἰ μή τό τεθνεώς πτῶμα τοῦ Βασιλέως εὐρόντες ὄ ἐγνώρισαν ἐκ τῶν βασιλικῶν περικνημίδων, ή και πεδίλων ένθα, χρυσοί ἀετοί ἦσαν γεγραμμένοι, ὡs ἔθος ὑπῆρχε τοῖς βασιλεύσι».
Η αναγνώριση του νεκρού αυτοκράτορα συνοδεύθηκε από την εντολή τού σουλτάνου Μωάμεθ Β΄ να ταφεί με τις αρμόζουσες βασιλικές τιμές, χωρίς όμως να ανακοινωθεί και ο τόπος της ταφής. Οι μυστικοί πόθοι τού λαού συνέδεσαν τον θρύλο τού μαρμαρωμένου βασιλιά, με την ελπίδα για την απελευθέρωση και την αποκατάσταση τής αυτοκρατορίας.
Ο θρύλος λέει ότι τη στιγμή που ο βασιλιάς περικυκλώθηκε από τους Τούρκους, ένας άγγελος του Κυρίου τον άρπαξε και τον έκρυψε σε μια σπηλιά, αφού πρώτα τον μαρμάρωσε. Στη σπηλιά αυτή περιμένει για αιώνες ο "Μαρμαρωμένος Βασιλιάς" να ξαναέρθει την κατάλληλη στιγμή, "το πλήρωμα του χρόνου", και ο άγγελος Κυρίου θα του ξαναδώσει τη ζωή και το σπαθί του για να διώξει τους Τούρκους από την Κωνσταντινούπολη. Άλλοι θρύλοι και προφητείες αναφέρουν ότι θα τους κυνηγήσει μέχρι την "Κόκκινη Μηλιά" και στη μάχη που θα γίνει οι Τούρκοι θα νικηθούν και "θα κολυμπήσει το μοσχάρι στο αίμα τους".
Ο θρύλος προσθέτει, ακόμα, ότι οι Τούρκοι ψάχνουν συνεχώς να ανακαλύψουν τη σπηλιά, όπου βρίσκεται οΜαρμαρωμένος Βασιλιάς για να χτίσουν την είσοδό της, ώστε να μην μπορεί να ξαναβγεί από εκεί. Όμως, οι προσπάθειες τους είναι συνεχώς άκαρπες, αφού ο άγγελος προστατεύει τον Μαρμαρωμένο Βασιλιά και περιμένει την εντολή του Θεού για να τον ξυπνήσει.
Ο Κωνσταντίνος ΙΑ΄ κοινώνησε την Θεία Ευχαριστία από τα χέρια του ενωτικού Πατριάρχη Ισιδώρου(1452-53) λίγες μόνο ώρες πριν από τον θάνατό του. Θεωρείται Άγιος από τους Ελληνόρρυθμους Καθολικούς.
Ὁ τελευταῖος Παλαιολόγος
Γεώργιος Βιζυηνός
Τὸν εἶδες μὲ τὰ μάτια σου, γιαγιά,τὸν Βασιλέα,
ἢ μήπως καὶ σὲ φάνηκε, σὰν ὄνειρο,νὰ ποῦμε,
σὰν παραμύθι τάχα;


-Τὸν εἶδα μὲ τὰ μάτια μου, ὡσὰνκαὶ σένα νέα,
πὰ νὰ γενῶ ἑκατὸ χρονῶ, κι᾿ ἀκόματὸ θυμοῦμαι,
σὰν νἄταν χτὲς μονάχα.


Στὴν Πόλη, στὴν Χρυσόπορτα, στὸνπύργον ἀπὸ κάτου,
εἶν᾿ ἕνα σπήλαιο πλατύ, στρωμένοσὰν παλάτι,
σὰν ἅγιο παρακκλήσι;


Κανένας Τοῦρκος δὲν μπορεῖ νὰκρατηθῇ κοντά του,
κανεὶς τῆς σιδερόπορτας ναὕρη τὸμονοπάτι,
νὰ πὰ νὰ τὸ μηνύσῃ.


Μόνο κανένας Χριστιανός,κανένας ποὺ τὸ ξέρει,
περνᾷ π᾿ αὐτοῦ κρυφὰ κρυφὰ καὶτὸν σταυρό του κάνει
μὲ φόβο καὶ μ᾿ ἐλπίδα.


Ἔτσι κι᾿ ἐγώ, βαστούμενη στὸπατρικό μου χέρι,
ἐπῆγα καὶ προσκύνησα. Καὶ ἐδ᾿αὐτοῦ μ᾿ ἐφάνη-
Ὄχι μ᾿ ἐφάνη! Εἶδα:


Μέσ᾿ στὸ σκοτάδι τὸ βαθὺ ἕν᾿ἄστρο, σὰν λυχνάρι,
σὰν μία φλόγα μυστική, ἀπ᾿ τὸνΘεὸ ἀναμμένη.
γαλάζια λάμψι χύνει.


Καὶ φέγγει τὴν λευκόχλωμη τοῦΒασιλέως χάρι,
ποὺ μὲ κλεισμένα βλέφαραἐξαπλωμένος μένει
στὴν ἀργυρή του κλίνη.


- Ἀπέθανε, γιαγιά; - Ποτέ, παιδάκιμου! Κοιμᾶται,
κοιμᾶται μόνο! Τὴν χρυσὴ κορῶναστὸ κεφάλι,
τὸ σκῆπτρο του στὸ χέρι.


Καί, σὰν παληοί του σύντροφοι,πιστοί του
παραστᾶται, στὰ στήθη τ᾿ ὁΣταυραετός, στὰ πόδια του
προβάλλει δικέφαλο Ξαφτέρι.


Ἐπάν᾿ ἀπ᾿ τὸ κεφάλι του, ἡ ἀσπίδαπαραστέκει,
κι᾿ ἐκεῖ ποὺ τὸ χρυσόπλεκτο, τὸψηφωτὸ ζωνάρι
τὴν μέση του κατέχει,


σὰν ἀστραπὴ π᾿ ἀπέμεινε χωρὶςἀστροπελέκι,
ζερβιά, ὡς κάτου κρέμεται τ᾿ἀστραφτερὸ θηκάρι-
μέσα σπαθὶ δὲν ἔχει!


-Γιατί, γιαγιά; Ποῦ εἶναι τό; -Βαμμένο μέσ᾿ στὸ αἷμα,
ἀκόμ᾿ ὡς τώρα βρίσκεται σ᾿ ἑνὸςἀγγέλου χέρι,
στὸν οὐρανὸ ἐπάνου...


Ἤτανε τότε ποὺ ἡ Τουρκιὰ τὴνΠόλην ἐπολέμα.
Μέσα μία φοῦχτα ἐλεύθεροι, ἀπ᾿ἔξω μύριο ἀσκέρι,
οἱ σκλάβοι τοῦ Σουλτάνου.


Κι᾿ ὁ Μωχαμὲτ ὁ ἴδιος του πὰ στ᾿ἄγριό του ἄτι
-Δός μου τῆς Πόλης τὰ κλειδιά! τοῦΚωνσταντίνου κράζει,
καὶ τὸ σπαθί σου δός μου!


-Ἔλα καὶ πάρ᾿ τα! λέγ᾿ αὐτός, τοῦΤούρκου τοῦ μουχτάτη
Ἐγὼ δὲν δίνω τίποτε! Τίποτ᾿ ἐνόσῳβράζει
μία στάλλα γαῖμα ἐντός μου!-


Κι᾿ ἐπρόβαλαν τὰ λάβαρα, κι᾿ἀρχίνησεν ἡ μάχη!
Σαράντα μέραις πολεμοῦν,σαράντα μερονύχτια
χτυπιοῦνται καὶ χτυποῦνε,


οἱ Τοῦρκοι σὰν τὰ κύματα κι᾿ οἱΧριστιανοὶ σὰν βράχοι.
Κι᾿ οὔτε τῶν Φράγκων προδοσιαίς,οὔτε τῶν φλάρων δίχτυα
τὸν Βασιλέα σειοῦνε.


Ἀπ᾿ ταὶς σαράντα κι᾿ ὕστερα Θεὸςτὸν παραγγέλλει.
-Γιὰ τοῦ λαοῦ τὰ κρίματα, εἶναιγραφτὸ νὰ γείνῃ,
προσκύνα τὸν Σουλτάνο!-


Μ᾿ αὐτός, τὸ χέρι στὸ σπαθί,πεισμόνεται, δὲν θέλει!
-Πρὶν μπρὸς σὲ Τοῦρκο τύραννο τὸγόνατό μου κλίνῃ,
πὲς κάλλιο ν᾿ ἀποθάνω!-


Ἔξ᾿ ἀπ᾿ τὸ κάστρο χύνεται μὲσπάθα γυμνωμένη,
καὶ σφάζει Τούρκων κατοσταὶς κι᾿ἀγαρινῶν χιλιάδες-
Ἐκεῖνος κι᾿ ὁ στρατός του.


Μὰ ἦτ᾿ ὀλίγος ὁ στρατός, κι᾿ οἱπρῶτοι λαβωμένοι!
Ἔπεσαν τ᾿ ἀρχοντόπουλα ἔφυγαν οἱΡηγάδες,
κι᾿ ἀπέμεινεν ἀτός του.


Ὅσο τὸν ζώνουν τὰ σκυλιά, τόσοχτυπᾷ καὶ σφάζει,
σὰν πληγωμένος λέοντας, σὰντίγρη τῆς ἐρήμου,
ποὺ τὰ παιδιά της σκώσουν.


Μὰ κεῖ τοῦ πέφτει τ᾿ ἄλογο! Καὶπέφτ᾿ αὐτὸς καὶ κράζει.
-Δὲν βρίσκετ᾿ ἕνας Χριστιανὸς νὰπάρ᾿ τὴν κεφαλή μου,
πρὶν πᾶν καὶ μὲ σκλαβώσουν;-


Μιὰ τρίχα καὶ τὸν σκότωνενἈράπικη λεπίδα!
Μὰ δὲν τὸ ἤθελ᾿ ὁ Θεός. Δὲν ἤθελεν᾿ ἀφίσῃ
τῶν Χριστιανῶν τὸ Γένος


αἰώνια δίχως βασιλιᾶ κι᾿ἐλευθεριᾶς ἐλπίδα.
Γι᾿ αὐτὸ προστάζ᾿ ἕν᾿ ἄγγελο νὰ πὰνὰ τὸν βοηθήση,
σὰν ἦταν κυκλωμένος.


Κι᾿ αὐτὸς τὸν Μαῦρο λακπατᾷ, τὸνΒασιλὲ γλυτώνει.
τὸ κοφτερό του τὸ σπαθί του παίρν᾿ἀπὸ τὸ χέρι,
τοὺς Τούρκους διασκορπίζει.


Πὰ στὰ λευκά του τὰ φτερὰ τὸνΒασιλέα σκώνει,
μέσ᾿ στὸ πλατὺ τὸ σπήλαιο, ποὺ σ᾿εἶπα, τόνε φέρει,
κι᾿ ἐκεῖ τόνε κοιμίζει.-


-Καὶ τώρα πιὰ δὲν εἰμπορεῖ,γιαγιάκα, νὰ ξυπνήσῃ;
-Ὢ βέβαια! Καιροὺς καιρούς,σηκώνει τὸ κεφάλι,
στὸν ὕπνο τὸν βαθύ του,


καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθεν ἡ στιγμή, πὤχ᾿ ὁΘεὸς ὁρίσει,
καὶ βλέπ᾿ ἂν ἦρθ᾿ ὁ ἄγγελος γιὰ νὰτοῦ φέρῃ πάλι
τὸ κοφτερὸ σπαθί του.


-Καὶ θἄρθη, ναί, γιαγιάκα μου; -Θἄρθη, παιδί μου, θἄρθη.
Καὶ ὅταν ἔρθῆ, τί χαρὰ στὴν γῆ,στὴν οἰκουμένη,
σ᾿ ὅποιους θὰ ζοῦνε τότε!


Διπλό, τριπλὸ θὰ πάρουμεν αὐτὸποὺ μᾶς ἐπάρθη,
κι᾿ ἡ Πόλη, κι᾿ ἡ Ἁγιασοφιὰ δικήμας θένα γένη.
-Πότε, γιαγιά μου; Πότε;


-Ὅταν τρανέψῃς, γυόκα μου, κι᾿ἀρματωθῇς καὶ κάμῃς
τὸν ὅρκο στὴν Ἐλευθεριά, σὺ κι᾿ ὅλ᾿ἡ νεολαία,
νὰ σώσετε τὴν χώρα.


Τότε θὲ νἄρθ᾿ ὁ ἄγγελος κι᾿ἀγγελικαὶ δυνάμεις,
νὰ μποῦνε, νὰ ξυπνήσουνε, νὰ ποῦνστὸν Βασιλέα,
πὼς ᾖλθε πιὰ ἡ ὥρα!


Κι᾿ ὁ Βασιλὲς θὰ σηκωθῇ, τὴνσπάθα του θὰ δράξη,
καί, στρατηγός σας, θὲ νὰ μπῇ στὸπρῶτο του βασίλειο
τὸν Τοῦρκο νὰ χτυπήσῃ.



Καὶ χτύπα, χτύπα θὰ τὸν πὰ μακρὰνὰ τὸν πετάξῃ,πίσω στὴν Κόκκινη Μηλιά, καὶ πίσ᾿ἀπὸ τὸν ἥλιο,
ποὺ πιὰ νὰ μὴ γυρίσῃ!